Καρτέλα-μητρώο προσφυγικών οικισμών στη Δραπετσώνα
(συντάκτρια: Ελένη Κυραμαργιού)
Η Δραπετσώνα των αρχών του 20ού αιώνα θύμιζε τα βιομηχανικά προάστια των πόλεων της δυτικής Ευρώπης των αρχών του 19ου αιώνα. Οι άθλιες εργατικές πολυκατοικίες με τα μικροσκοπικά διαμερίσματα των αγγλικών βιομηχανικών πόλεων, στην περίπτωση Δραπετσώνας ήταν αυθαίρετα αυτοσχέδια παραπήγματα. Άνθρωποι και εργοστάσια συνυπήρχαν στον ίδιο χώρο. Μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, με σύγχρονα μηχανήματα, και εργάτες με τις οικογένειες που ζούσαν σε παραπήγματα και πρόχειρες κατασκευές πλάι στον τόπο εργασίας τους. Η τεχνολογική ανάπτυξη και οι άθλιες συνθήκες ζωής και κατοικίας άρχισαν να εμφανίζονται ταυτόχρονα στο δυτικό άκρο της πόλης του Πειραιά. Η μετατροπή του ακατοίκητου χώρου της Ηετιώνειας ακτής σε κέντρο της βαριάς βιομηχανίας της πόλης του Πειραιά συνοδεύτηκε από τη σταδιακή ανάπτυξη της περιοχής σε ζώνη κατοικίας. Η μετατροπή αυτή δεν βασίστηκε σε οργανωμένο σχέδιο, αλλά πραγματοποιήθηκε άναρχα και παράνομα. Πλάι στα πορνεία των Βούρλων και τους τεκέδες, άρχισαν να ξεπηδούν αυτοσχέδια σπίτια και οικογένειες εργατών να εγκαθίστανται στην περιοχή. Μοναδική οργανωμένη προσπάθεια εγκατάστασης αποτελούσε ο συνοικισμός των Λιπασμάτων. Η άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και η εγκατάσταση 25.000 προσφύγων στον χώρο από τον Άγιο Διονύσιο έως το εργοστάσιο Λιπασμάτων αποτέλεσε το σημείο τομής στην οικιστική εξέλιξη του συνοικισμού.
Βιομηχανική ανάπτυξη
Μέχρι το 1880, ο υποτυπώδης ναός του Αγίου Διονυσίου συνιστούσε το όριο της πόλης, όπου βρισκόταν το νεκροταφείο. Μετά το 1880, ο κορεσμός του «συνοικισμού των εργοστασίων» στη Λεύκα και τα Καμίνια και η ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών –με το λιμάνι του Πειραιά να εξελίσσεται σε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου– οδήγησαν στη γεωγραφική μετατόπιση μιας σειράς βιομηχανικών μονάδων προς την παράκτια ζώνη της πόλης. Σταδιακά, έως το 1910, η Ηετιώνεια Ακτή και οι γειτονικοί όρμοι της Δραπετσώνας –Σφαγείων και Φωρών– μεταμορφώθηκαν σε μια νέα παραθαλάσσια βιομηχανική ζώνη που αναπτύχθηκε ταχύτατα, ενώ οι λιμενικές εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν εκ νέου για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Η ίδρυση της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων το 1909 επισφράγισε τον μετασχηματισμό της περιοχής σε επίκεντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης του Πειραιά, λόγω του μεγέθους της, του όγκου της παραγωγής και της εργατικής δύναμης που απασχόλησε. Η επιλογή του χώρου ήταν συνδεδεμένη με τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε: η άμεση πρόσβαση στο λιμάνι πρόσφερε φτηνότερες πρώτες ύλες, λόγω της μείωσης του κόστους μεταφοράς, αλλά και ταχύτητα στη διακίνηση των προϊόντων.
Το 1880, μεταφέρθηκε σε ιδιόκτητο οικόπεδο το ατμοκίνητο σαπωνοποιείο των αδελφών Ζαβογιάννη, στον χώρο βόρεια του όρμου των Φωρών. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1890 σε γειτονικό ιδιόκτητο οικόπεδο, οι αδελφοί Ζαβογιάννη οικοδόμησαν μια νέα μονάδα πυρηνελαιουργίας. Στον ίδιο χώρο, βόρεια του όρμου των Φωρών, ιδρύθηκε το 1894, το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο του Γ. Σαραϊντάρη και το 1897 το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο των Σκλαβούνου και Ξένου. Στις αρχές του 20ού αιώνα και άλλες επιχειρήσεις προστέθηκαν στον βιομηχανικό χάρτη της περιοχής· το βυρσοδεψείο Μιχαλινού το 1904, το αγγειοπλαστείο-τσιμεντοποιείο Ζαβογιάννη-Ζαμάνη και Σία (μετέπειτα ΑΓΕΤ) το 1906, ενώ την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε και το Ελληνικό Μηχανοποιείο και Ναυπηγείο Βασιλειάδη Α.Ε. Αντίστοιχη ήταν και η ανάπτυξη της περιοχής γύρω από τον Άγιο Διονύσιο όπου πλάι στα μικρά μηχανουργεία και σιδηρουργεία, είχαν ιδρυθεί μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Σε επαγγελματικό οδηγό του 1901 υπήρχαν 5 καταχωρήσεις για την ευρύτερη περιοχή του Αγίου Διονυσίου: το υαλουργείο του Χ. Δ. Αργυρόπουλου, το μηχανουργείο του Σ. Μαλτάκη, ένας έμπορος ξύλου και δύο οικοδομικών υλικών. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1906, η εικόνα του ίδιου χώρου ήταν πολύ διαφορετική, καθώς λειτουργούσαν 36 καταστήματα, εργαστήρια και μεγαλύτερες μονάδες.
Η ίδρυση του μηχανουργείου Βασιλειάδη το 1861 οριοθέτησε τη μετάβαση στην εποχή της ατμοκίνητης βιομηχανίας, ενώ η μεταφορά του, το 1906, από τον «συνοικισμό των εργοστασίων» που είχε διαμορφωθεί στη Λεύκα στον λιμενοβραχίονα Κράκαρη σηματοδότησε τη γεωγραφική στροφή που συντελέστηκε στη βιομηχανική περιοχή του Πειραιά. Η στροφή των βιομηχανικών μονάδων προς την παράκτια ζώνη, αποτυπώθηκε με τη μεταφορά του Ελληνικού Μηχανοποιείου και Ναυπηγείου Βασιλειάδη Α.Ε. το 1906, και εδραιώθηκε με τη λειτουργία του εργοστασίου της «Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» (Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ.) τρία χρόνια αργότερα.
Οικιστική Ανάπτυξη
Η Δραπετσώνα ως οικισμένος χώρος διαμορφώθηκε σε δύο χρονικές στιγμές· στα τέλη του 19ου αιώνα –απόρροια της εγκατάστασης των εργοστασίων στο παράκτιο μέτωπο– και αμέσως μετά την προσφυγική εισροή του 1922. Τη δεκαετία του 1880 παράλληλα με τη λειτουργία των πρώτων βιομηχανικών μονάδων στην Ηετιώνεια ακτή νέοι οικιστικοί πυρήνες δημιουργήθηκαν δίπλα στις εγκαταστάσεις του λιμανιού και των σιδηροδρομικών γραμμών, βορειοανατολικά της βιομηχανικής ζώνης. Το μέχρι τότε όριο της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου ξεπεράστηκε και οι εργατικοί πληθυσμοί των νέων μονάδων δημιούργησαν αυτοσχέδια παραπήγματα καταπατώντας τους ελεύθερους χώρους πλάι στην εργασία τους.
Τμήμα των εργατών επέλεξαν να εγκατασταθούν κοντά στα εργοστάσια εξασφαλίζοντας εύκολη πρόσβαση χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιούν τις περιορισμένες και ακριβές συγκοινωνίες. Μικροσκοπικές ξύλινες κατασκευές, με πατημένο χώμα για πάτωμα και τενεκέδες για στέγη συνέθεταν τους οικιστικούς θύλακες που δημιουργήθηκαν, απομονωμένοι από τη πόλη του Πειραιά και αόρατοι από τους κατοίκους του. Δεν μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία για την εργατική εγκατάσταση των αρχών του 20ού αιώνα καθώς και για τη καταγωγή των πρώτων κατοίκων της περιοχής. Από την έλλειψη στοιχείων, υποθέτουμε ότι η εγκατάσταση ήταν σταδιακή, ενώ οι κάτοικοι ήταν πιθανότατα εσωτερικοί μετανάστες από την Πελοπόννησο και τα νησιά, που έφτασαν στο Πειραιά αναζητώντας εργασία.
Η επιλογή της Δραπετσώνας ως τόπου εγκατάστασης των προσφύγων συνδέεται με τη γεωγραφική της θέση, τη λειτουργία της βιομηχανικής ζώνης, αλλά και την ύπαρξη ελεύθερου χώρου για τη δημιουργία των προσφυγικών παραπηγμάτων. Βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι όπου αποβιβάζονταν οι πρόσφυγες και στους πρόχειρους καταυλισμούς που είχαν δημιουργηθεί. Στη Δραπετσώνα είχαν ήδη εγκατασταθεί προσφυγικοί πληθυσμοί από το 1914. Ήταν αραιοκατοικημένη, καθιστώντας εφικτή τη δημιουργία νέων παραπηγμάτων, αλλά και ταυτόχρονα «κρυμμένη» λόγω της μορφολογίας του εδάφους, παράγοντας που πιθανότατα λειτουργούσε ενθαρρυντικά στην απόφαση εγκατάστασης. Οι πρόσφυγες-«καταπατητές» δεν ήταν «ορατοί» από τις αρχές ούτε από τους κατοίκους του Πειραιά.
Είναι προφανές ότι η εγκατάσταση στη Δραπετσώνα αποτέλεσε περισσότερο επιλογή των ίδιων των προσφύγων παρά αποτέλεσμα κρατικής παρέμβασης όπως και οι περισσότερες προσφυγικές εγκαταστάσεις του πρώτου διαστήματος. Οι πρόσφυγες μετακινήθηκαν με δική τους βούληση και πρωτοβουλία –πιθανότατα– στον πιο κοντινό «ελεύθερο» χώρο που γνώριζαν, σε αντίθεση με τις οργανωμένες προσφυγικές μετακινήσεις στις υπόλοιπες περιοχές του Πειραιά και στην Αθήνα που πραγματοποιήθηκαν με κρατική παρέμβαση ή μεσολάβηση άλλων φορέων, όπως η Εκκλησία ή ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Η Δραπετσώνα μετεξελίχθηκε σε προσφυγικό συνοικισμό χωρίς να προηγηθεί το στάδιο της τοποθέτησης στον ίδιο χώρο ενός προσφυγικού καταυλισμού. Στις περιγραφές των εφημερίδων, οι προσφυγικοί καταυλισμοί του πρώτου διαστήματος εκτείνονταν κατά μήκος του παράκτιου μετώπου και όχι στην ενδοχώρα όπου βρισκόταν η Δραπετσώνα.
Ο αριθμός των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Δραπετσώνα και η απουσία της οργανωμένης κρατικής παρέμβασης στον συνοικισμό για δεκαετίες αποτελεί τη διαφορά της με τους υπόλοιπους προσφυγικούς συνοικισμούς που δημιουργήθηκαν τα επόμενα χρόνια από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Παρά τον μεγάλο αριθμό του πληθυσμού της, παρέμεινε «αποκλεισμένη και γεωγραφικά διαχωρισμένη» από τους σχεδιασμούς της ΕΑΠ και του κράτους. Παράλληλα, διοικητικά και οικονομικά ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον Δήμο Πειραιά, ο οποίος εισέπραττε τα υψηλά δημοτικά τέλη των επιχειρήσεων του παράκτιου μετώπου. Η ύπαρξη των βιομηχανιών υπήρξε καθοριστική όχι μόνο στο θέμα της εγκατάστασης των προσφύγων, αλλά και στις κρατικές επιλογές που υιοθετήθηκαν για τον συνοικισμό.
Η συγκρότηση του οικισμού
Η απογραφή του 1928 συνιστά την πιο πλήρη πηγή δημογραφικών δεδομένων της Δραπετσώνας, επιτρέποντας τον υπολογισμό του μεγέθους της προσφυγικής εισροής από τον Σεπτέμβριο του 1922. Η Δραπετσώνα, με βάση την απογραφή του 1928, αποτελούσε το πολυπληθέστερο προσφυγικό συνοικισμό του Πειραιά με 7 συνοικίες τα Βούρλα, τις γειτονιές Καλοκαιρινού και Λιπασμάτων, τις περιοχές του Νεκροταφείου Αναστάσεως, της Πυριτιδαποθήκης και των Σφαγείων, και φυσικά την ίδια τη γειτονιά της Δραπετσώνας και πληθυσμό 36.485 κατοίκους.
Πίνακας 1. Γειτονιές της Δραπετσώνας, απογραφή 1928
Σύνολο
πληθυσμού
|
Πρόσφυγες
|
Κάτοικοι πριν
τον Σεπτέμβριο 1922
|
Δημότες
|
Δημότες άλλων
δήμων
|
Αλλοδαποί
|
|
Βούρλα
|
3.184
|
2.434
|
750
|
2.647
|
369
|
168
|
Δραπετσώνα
|
17.652
|
15.572
|
2.080
|
14.999
|
1.382
|
1.271
|
Καλοκαιρινού
|
6.308
|
4.075
|
2.233
|
5.395
|
733
|
180
|
Λιπάσματα
|
1.519
|
437
|
1.082
|
1.208
|
275
|
36
|
Νεκροταφείο
Αναστάσεως
|
3.229
|
2.072
|
1.157
|
2.848
|
329
|
52
|
Πυριτιδαποθήκη
|
3.120
|
777
|
2.343
|
2.285
|
688
|
147
|
Σφαγεία
|
1.473
|
276
|
1.197
|
951
|
243
|
279
|
Σύνολο
|
36.485
|
25.643
|
10.842
|
Από τους 36.485 ανθρώπους που κατοικούσαν στις 7 γειτονιές της Δραπετσώνας, τον Μάιο του 1928, οι 25.643 ήταν πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τον Σεπτέμβριο του 1922. Τα δεδομένα της απογραφής δεν προσφέρουν στοιχεία για τη χρονική περίοδο της εγκατάστασης, η οποία πιθανότατα ήταν διαδοχική ανά προσφυγικά κύματα, ενώ θα αφορούσε και πλήθος προσφυγικών οικογενειών που έφτασαν στη Δραπετσώνα μετά την αρχική τους εγκατάσταση σε κάποια άλλη περιοχή. Η μικρή έκταση της Δραπετσώνας και ο μεγάλος αριθμός των κατοίκων αποτυπώνει τον τρόπο της εγκατάστασης. Χιλιάδες άνθρωποι στοιβάχτηκαν σε μονόχωρα αυτοσχέδια δωμάτια –που αποτέλεσαν τα σπίτια τους για πολλά χρόνια– χωρίς τις στοιχειώδεις παροχές σε φωτισμό, ύδρευση και αποχέτευση. Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι ενδεικτική: οι 7 γειτονιές της Δραπετσώνας δεν ξεπερνούσαν τα 2 τ.μ., άρα κατοικούσαν 18.242 άνθρωποι ανά τ. χλμ. Οι αναφορές των εφημερίδων για τη προσφυγική εγκατάσταση στη Δραπετσώνα είναι μεταγενέστερες και οι δημοσιευμένες μαρτυρίες σχεδόν ανύπαρκτες. Τα αποσπασματικά αυτά στοιχεία δεν επιτρέπουν την πλήρη αναπαράσταση των όσων διαδραματίστηκαν, όμως αποτυπώνουν τον μετασχηματισμό του αραιοκατοικημένου χώρο βορειοανατολικά της βιομηχανικής ζώνης, σε μια παραγκούπολη με πληθυσμό 36.485 κατοίκων.
Καθημερινά προβλήματα
Το στεγαστικό αποτελούσε το ουσιαστικότερο πρόβλημα των κατοίκων της Δραπετσώνας. Δεν περιοριζόταν, όμως, μόνο στις ατομικές συνθήκες κατοικίας κάθε προσφυγικής οικογένειας, αλλά επεκτεινόταν σε μια σειρά από ζητήματα, όπως τα αποχωρητήρια, η αποχέτευση, η ύδρευση και η ηλεκτροδότηση, η διάνοιξη των δρόμων. Παράλληλα, οι κάτοικοι του συνοικισμού αντιμετώπιζαν την απομόνωση από παροχές και υπηρεσίες όπως ήταν η επαρκής δημοτική καθαριότητα, η συγκοινωνία, το ταχυδρομείο, και κυρίως η υγεία και η εκπαίδευση. Η κοινοποίηση των προβλημάτων και η απόπειρα εξασφάλισης κρατικής δέσμευσης για βελτίωση των συνθηκών ζωής ήταν συνεχής, όμως η ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων δεν συνέβη παρά 50 χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση. Η Δραπετσώνα άνηκε διοικητικά στον Δήμο Πειραιά, όπως και οι υπόλοιποι προσφυγικοί συνοικισμοί της ευρύτερης περιοχής (Κερατσίνι, Νέα και Παλαιά Κοκκινιά, Κορυδαλλός), ωστόσο ο δήμος αδυνατούσε να προσφέρει ουσιαστική αρωγή στους προσφυγικούς πληθυσμούς, ιδίως το πρώτο διάστημα, ενώ τα ουσιαστικά έργα υποδομής ανήκαν στις αρμοδιότητες του Υπουργείου Περιθάλψεως.
Ο Δήμος Πειραιά είχε δημιουργήσει δημοτικό γραφείο, σε μια προσπάθεια καλύτερου ελέγχου των τοπικών προβλημάτων και εξυπηρέτησης των κατοίκων. Η καθαριότητα, ο φωτισμός και η υδροδότηση του συνοικισμού εντάσσονταν στις αρμοδιότητες του δημοτικού παραρτήματος. Ελάχιστα στοιχεία από τον Τύπο της εποχής και οι αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου επιτρέπουν τη διαμόρφωση μιας εικόνας –έστω αποσπασματικής– για τα παραπάνω ζητήματα. Στον συνοικισμό δρούσαν δύο συνεργεία καθαριότητας, τα οποία δεν επαρκούσαν για την κάλυψη του συνόλου του συνοικισμού. Τόσο το ελλιπές προσωπικό όσο και η δυσκολία πρόσβασης των συνεργείων στο σύνολο των γειτονιών του συνοικισμού, κυρίως στις αποθήκες γύρω από τον Άγιο Διονύση, είχε ως αποτέλεσμα τα σκουπίδια να μένουν και να σχηματίζουν «όγκους, λόφους, εστίας μολυσμάτων».[1] Η εικόνα των βρώμικων δρόμων ερχόταν σε αντίστιξη με την καθαριότητα και την τάξη των μικροσκοπικών παραπηγμάτων που επισημαινόταν στο σύνολο των ανταποκρίσεων από την περιοχή.
Τα παραπήγματα, τόσο τα ελάχιστα κρατικά όσο και τα χιλιάδες αυτοσχέδια δεν διέθεταν τουαλέτα. Το σύνολο των προσφύγων κατοίκων του συνοικισμού εξυπηρετούνταν από τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια του συνοικισμού. Έντονα ήταν τα προβλήματα στην υδροδότηση και τον ηλεκτροφωτισμό. Ο Δήμος Πειραιά προχώρησε στη διάνοιξη δύο ή τριών πηγαδιών, ενώ ένα ακόμη δημιουργήθηκε από το Υπουργείο Περιθάλψεως, όμως το νερό ήταν ακατάλληλο προς πόση και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για οικιακές εργασίες. Οι κάτοικοι αγόραζαν νερό από τον Πόρο, το οποίο έφτανε στον συνοικισμό από πωλητές νερού. Περίπου είκοσι χρόνια μετά την αρχική εγκατάσταση του 1922 δημιουργήθηκαν κοινόχρηστες βρύσες οι οποίες λειτουργούσαν συγκεκριμένες ώρες καθημερινά.
Οι οικιστικοί προσφυγικοί θύλακες της Δραπετσώνας το μεσοπόλεμο
Βούρλα
Το 1876, στο οικοδομικό τετράγωνο που περιέκλειαν οι οδοί Δογάνης, Ευβοίας (σήμερα Σωκράτους), Ψαρρών και Σφαγείων (σήμερα Εθν. Αντιστάσεως), σε κοντινή απόσταση από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και το νεκροταφείο, ο Δήμος Πειραιά ανέγειρε το «συνοικισμό των κοινών γυναικών». Το αρχικό σχέδιο οικοδόμησης των πορνείων προέβλεπε τη κατασκευή τριών διαφορετικών κτιρίων, με θεραπευτήριο και φυλάκιο για την αστυνομία και τη στρατιωτική φρουρά, ενώ ψηλός τοίχος θα έκρυβε τα «άσεμνα θεάματα». Η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά όχι μόνο καθόριζε τις προϋποθέσεις άσκησης της πορνείας, αλλά οριοθετούσε και τη ζωή των γυναικών αυτών μέσα από τον εγκλεισμό τους στο χώρο των Βούρλων, την απομόνωσή τους, ενώ συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός ολόκληρου επιχειρηματικού κυκλώματος γύρω από τα πορνεία. Η κατασκευή των οίκων ανοχής συντέλεσε ταυτόχρονα στην οικιστική ανάπτυξη και στην οικιστική υποβάθμιση της περιοχής. Πλάι στα πορνεία των Βούρλων και στα κακόφημα καφενεία της συνοικίας αυτής δημιουργήθηκαν εκατοντάδες προσφυγικές παράγκες.
Το 1914 εντοπίζεται στον Τύπο η πρώτη προσφυγική εγκατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, εγκαινιάζοντας μια μακρά περίοδο προσφυγικής εισροής που θα μετασχηματίσει ολοκληρωτικά την εικόνα του οικισμένου χώρου, αλλά και την κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής. «Εις τον προλιμένα κατέπλευσεν ατμόπλοιον με 1.400 πρόσφυγας εκ Ραιδεστού, οι οποίοι μεταφέρονται διά φορτηγίδων εις την προ του Αγίου Διονυσίου Ακτή όπου εγκαθίστανται υπό σκηνάς».[2] Οι πρώτοι πρόσφυγες από την ανατολική Θράκη, πρόσφυγες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βρήκαν καταφύγιο στον χώρο ανάμεσα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου και τα Βούρλα. Στην πραγματικότητα, πέρα από το συγκεκριμένο δημοσίευμα δεν εντοπίστηκε κανένα άλλο τεκμήριο που να μαρτυρά προσωρινή παραμονή ή μόνιμη εγκατάσταση στην περιοχή. Η γειτνίαση όμως του χώρου με το λιμάνι, αλλά και με το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου όπου αρχικά αποβιβάζονταν οι προσφυγικοί πληθυσμοί, καθώς και η προϋπάρχουσα αυθαίρετη εργατική εγκατάσταση, συνιστούσαν παράγοντες ενισχυτικούς στην εγκατάσταση των προσφύγων.
Το 1939 εγκαταστάθηκε στις 4 πολυκατοικίες που χτίστηκαν κοντά στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου τμήμα των προσφύγων από την Καππαδοκία. Οι πρόσφυγες αυτοί είχαν αρχικά εγκατασταθεί στη δεξιά πλευρά της Κανελλοπούλου μπροστά από τα Βούρλα και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν πλάι στη μάντρα «Μεταξά» στην περιοχή της Ανάστασης. Οι πολυκατοικίες αυτές κατασκευάστηκαν την περίοδο 1935-1938 και αποτελούνταν από 132 διαμερίσματα. Πιο συγκεκριμένα, το 1935-1936 κατασκευάστηκαν οι πρώτες τρεις τριώροφες με 36 διαμερίσματα του ενός δωματίου στις οποίες υπήρχε και ημιϋπόγειο. Η τέταρτη οικοδομήθηκε το 1938 και αποτελούνταν από 24 διαμερίσματα και πλυσταριά στο ημιϋπόγειο. Τα πρώτα χρόνια κατοικούσαν και δύο οικογένειες στα διαμερίσματα του ενός δωματίου. Στις πηγές σώζεται το όνομα του Ο. Πουσκουλού, ως εργολήπτη, ο οποίος κατασκεύασε και το συγκρότημα των πολυκατοικιών στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Δραπετσώνα
Η ομώνυμη συνοικία (της Δραπετσώνας) ήταν η πολυπληθέστερη μετά το 1922, περιλαμβάνοντας στο εσωτερικό της μια σειρά από γειτονιές, όπως την Κρεμμυδαρού, το Καστράκι και τον Άγιο Φανούριο Η Κρεμμυδαρού αποτελούσε τη μεγαλύτερη γειτονιά του συνοικισμού. Η ρυμοτομική πινακίδα του 1931 αποτυπώνει την έλλειψη οποιασδήποτε προσπάθειας σχεδιασμού και την «τρομακτική» πυκνότητα των αυτοσχέδιων παραπηγμάτων, που είχαν πατημένο χώμα για πάτωμα και τενεκέδες για στέγη. Δρόμοι «πραγματικός λαβύρινθος, φρικωδώς βρώμικοι, με λιμνάζοντα νερά παντού», σπίτια που έδιναν «την ψευδαίσθησιν της στέγης». «Δωμάτια 4x4» που στέγαζαν έως και 10 άτομα. Κοινά αποχωρητήρια «σκορπίζοντα εις όλον τον συνοικισμόν αφόρητον δυσοσμίαν». Τα τελευταία «τσαντίρια» μετατράπηκαν σε παράγκες μόλις το καλοκαίρι του 1931.[3] Στο γειτονικό Καστράκι, το 1928, εντός του αρχαιολογικού χώρου –όπου είχε απαγορευτεί η κατασκευή αποχωρητηρίου– κατοικούσαν 700 οικογένειες σε σκηνές για περισσότερα από έξι χρόνια (έως τα τέλη του 1928 τουλάχιστον). Επιπλέον το έδαφος ήταν ανώμαλο και οι καθαριστές του Δήμου δεν το προσέγγιζαν. Ο καταυλισμός «όπισθεν του εργοστασίου Παληού», δίπλα στο Καστράκι, φιλοξενούσε περισσότερες από 150 παράγκες «ανάμεσα στους βράχους, σε επικίνδυνες κατηφόρες σχεδόν κρεμασμένες στον αέρα». «Εκεί όχι οι καθαριστές του Δήμου δεν μπορούν να προσεγγίσουν αλλά και αυτοί οι κάτοικοι μετά το βασίλευμα του ήλιου». [4]
Πυριτιδαποθήκη
Ο δεύτερος μεγάλος δρόμος του συνοικισμού ήταν η οδός Αναπαύσεως, ασφαλτοστρωμένη ήδη το 1928 –σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ροδά– κατέληγε στο νεκροταφείο και ένωνε τη Δραπετσώνα με την Ευγένεια και το Κερατσίνι. Λίγο πριν το νεκροταφείο, επί της Αναπαύσεως, βρισκόταν η Πυριτιδαποθήκη, μια στρατιωτική εγκατάσταση σε πλήρη λειτουργία με στρατιωτική φρουρά, συρματοπλέγματα και προειδοποιητικές πινακίδες για την επικινδυνότητα της άμεσης ανάφλεξης των εύφλεκτων υλικών που φυλάσσονταν εντός του. Πλάι σχεδόν στο τοίχο της Πυριτιδαποθήκης ξεκινούσαν τα παραπήγματα των προσφύγων, χωρίς να τηρούνται τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Σε κοντινή απόσταση βρισκόταν η αυτοσχέδια εκκλησία της Ανάληψης, περιτριγυρισμένη από πόντιους πρόσφυγες που ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς αλληλοβοήθειας και στήριξης αμέσως μετά την άφιξή τους, δημιουργώντας το Σωματείον Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ποντίων «Αλληλοβοήθεια» στις αρχές του 1923. Ο Νίκος Γρηγοριάδης, γραμματέας της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς το 2009, θεωρεί την ίδρυση του συλλόγου ορόσημο για τη βελτίωση της ζωής των ποντίων προσφύγων και την προσφορά του ανεκτίμητη. «Οι γονείς μας βρέθηκαν σε αυτό το κακοτράχαλο μέρος, άγριο, γεμάτο βράχους, και προσπάθησαν από την πρώτη μέρα να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Αμέσως δημιούργησαν τον σύλλογο και στήσαν και ένα τσαντίρι για εκκλησία. Πριν καν φτιάξουν τα δικά τους σπίτια, έχτισαν την εκκλησία. Ο σύλλογος εκτελούσε στην αρχή και χρέη Δημοτικής Αρχής, εξέδιδε πιστοποιητικά και βοηθούσε όλους τους πρόσφυγες, όχι μόνο τους Πόντιους».[5]
Νεκροταφείο Αναστάσεως
Η συνοικία του Νεκροταφείου Αναστάσεως ξεκινούσε λίγα μέτρα μετά την Πυριτιδαποθήκη, αποτελούμενη από 500 ξύλινα δωμάτια στα οποία έμεναν περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι. Το νεκροταφείο από το 1926 είχε εξαντλήσει τη χωρητικότητά του, με αποτέλεσμα τη συνεχή επέκτασή του· «Το θέαμα και η κατάστασις των προσφύγων είνε θλιβερά, φρικιαστική και χειροτερεύει η ζωή των κάθε μέρα με την επέκτασι του νεκροταφείου. Μπροστά στα μάτια των η δυστυχία».[6] Οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι στο προσφυγικό σύλλογο Αναστάσεως Πειραιώς και με υπομνήματα ζητούσαν από τους αρμόδιους φορείς τη συντήρηση των παραπηγμάτων τους, αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Παρά τα διαβήματα, τα προβλήματα παρέμεναν στη συνοικία και ο πληθυσμός αυξανόταν. Το 1931, τα παραπήγματα παρέμεναν 500, όμως οι οικογένειες που κατοικούσαν σε αυτά άγγιζαν τις 600. «Επειδή μερικές οικογένειες δεν ήτο δυνατόν να χωρέσουν στα μικρά δωμάτια, τα εχώρισαν εις ισόγεια και υπόγεια. Ούτω μόλις περάσετε τις θύρες των δωματίων τέσσερα-πέντε σκαλοπάτια οδηγούν εις τα υπόγεια. Τα δωμάτια δεν είνε όσον υψηλά, ώστε να διαιρεθούν εις δύο “ορόφους” και διά τούτο έσκαψαν αρκετά βαθύτερα. […] Το υπόγειο χρησιμεύει ως κουζίνα και τραπεζαρία της οικογένειας. Εδώ μαγειρεύουν, εδώ τρώγουν, εδώ τα παιδιά των κατά τας ημέρας των βροχών και του ψύχους περνούν την ημέραν των. Εις το υπόγειον ελάχιστον φως μπαίνει. Το δάπεδον είνε γυμνόν, εις τα περισσότερα δε η υγρασία είνε τόση ώστε διά να μη πατούν στις λάσπες τοποθετούν σανίδες».[7]
Σφαγεία
Περιμετρικά του εργοστασίου της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ. αλλά και των υπολοίπων βιομηχανικών μονάδων της περιοχής εγκαταστάθηκαν σε πρόχειρα παραπήγματα αλλά και σε πιο μόνιμες κατασκευές πλήθος προσφύγων αλλά και εσωτερικοί μετανάστες μεταπολεμικά. Ο αυτοσχέδιος συνοικισμός των Σφαγείων ήταν ο μικρότερος από τους συνοικισμούς της Δραπετσώνας ενώ αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα πρώτα μεταπολεμικά σε σχέση με τις υπόλοιπες γειτονιές της Δραπετσώνας. αυτοσχέδια παραπήγματα με μικρές αυλές και λίγο φαρδύτερα σοκάκια διαφοροποιούσαν τη γειτονιά αυτή που όμως, ήταν περικυκλωμένη από μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, πυκνούς καπνούς, σκόνη και τη δυσοσμία του βυρσοδεψείου που λειτουργούσε στη περιοχή. Η γειτονιά αυτή αποτέλεσε τον τελευταίο θύλακα των αυτοσχέδιων παραπηγμάτων που γκρεμίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
[1] Μιχαήλ Ροδάς, «Ανάμεσα εις την κόλασιν της Δραπετσώνος», Ελεύθερο Βήμα, 30.9.1928, σ. 3.
[2] Έθνος, 28.8.1914.
[3] Δ. Σ. Δεβάρης «Δραπετσώνα», Ελεύθερο Βήμα, 26.7.1931, σ. 5.
[4] Μιχαήλ Ροδάς, «Ανάμεσα εις την κόλασιν της Δραπετσώνος», Ελεύθερο Βήμα, 30.9.1928, σ. 3
[5] Προφορική συνέντευξη του Νίκου Γρηγοριάδη, 19.2.2009 και 23.2.2009.
[6] Μιχαήλ Ροδάς, «Ανάμεσα στα Ταμπούρια του Πειραιώς...», Ελεύθερο Βήμα, 2.10.1928, σ. 1-2.
[7] Δ. Σ. Δεβάρης, «Ανάστασις», Ελεύθερο Βήμα, 3.8.1931, σ. 3-4.
No comments:
Post a Comment